εκπληρώνομαι

εκπληρώνομαι
εκπληρώνομαι, εκπληρώθηκα, εκπληρωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αληθεύω — (Α ἀληθεύω) (για πράγματα, καταστάσεις ή γεγονότα) είμαι ή αποδεικνύομαι αληθινός, επαληθεύομαι, πραγματοποιούμαι, επιβεβαιώνομαι νεοελλ. (απροσώπως) αληθεύει είναι αληθές, είναι πραγματικό αρχ. 1. μιλώ, λέω την αλήθεια 2. προλέγω σωστά 3.… …   Dictionary of Greek

  • αναπληρώνω — (Μ ἀναπληρώνω, Α ἀναπληρῶ, όω) 1. συμπληρώνω κάτι ελλιπές ή τό αντισταθμίζω με κάτι άλλο 2. παίρνω τη θέση κάποιου προσωρινά ή οριστικά, τόν αντικαθιστώ αρχ. Ι. ενεργ. 1. γεμίζω το κενό μέρος, καλύπτω, συμπληρώνω 2. πληρώνω ολόκληρο το χρηματικό… …   Dictionary of Greek

  • αποτυγχάνω — κ. τυχαίνω (AM ἀποτυγχάνω) 1. (μτβ.) δεν πετυχαίνω κάτι, αστοχώ 2. (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον σκοπό μου νεοελλ. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποτυχημένος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει κατορθώσει, δεν έχει πετύχει κάτι 2. (για πρόσωπα) αυτός που έχει ατυχήσει… …   Dictionary of Greek

  • διαλαίνω — αληθεύω, εκπληρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαλύνω, κατά τα ρήματα σε αίνω] …   Dictionary of Greek

  • εκβαίνω — και βγαίνω (AM ἐκβαίνω) 1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.) 2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ 3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» ξεπερνάω τα όρια τού ανεκτού ή τού επιτρεπτού μσν. (για νερό) αναβλύζω αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη …   Dictionary of Greek

  • ευοδώνω — και ευοδώ και βοδώνω (ΑΜ εὐοδῶ, όω Μ και εὐοδώνω και εὐγοδώνω και βοδώνω και βγοδώνω) νεοελλ. μσν. 1. βάζω κάτι σε καλό δρόμο, το οδηγώ σε αίσιο τέλος, πραγματοποιώ, πετυχαίνω, καταφέρνω κάτι 2. εκτελώ γρήγορα και με επιτυχία κάποια εργασία,… …   Dictionary of Greek

  • κατακραίνω — (Μ) παθ. κατακραίνομαι εκπληρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κραίνω «εκπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • κατανύ — κατανύω, αττ. τ. καθανύω (Α) 1. διατρέχω μια απόσταση, διανύω («οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν προκείμενον αύτῷ δρόμον», Ηρόδ.) 2. φθάνω σε κάποιο μέρος («νηὶ κατανύσας... ἐς Λῆμνον», Ηρόδ.) 3. διαπράττω («τάδε κατήνυσεν», Ευρ.) 4. προμηθεύω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”